ουρολιθίαση

ουρολιθίαση
η
λιθίαση τών απαγωγών ουροφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urolithiasis (< ούρο + λιθίαση). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουρολιθικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρολιθίαση. 2. αυτός που πάσχει από ουρολιθίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”